- ἐπιψευσάμενος
- ἐπιψεύδομαιlie still moreaor part mid masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιψεύδομαι — ἐπιψεύδομαι (Α) 1. λέω κι άλλα ψέματα («χαλεπὸν δὲ εὑρεῑν ὅπου οὐχὶ καὶ ἐπιψεύδονται», Ξεν.) 2. παραμορφώνω, διαστρεβλώνω («καὶ τὸν ἀριθμόν τῶν ἀποθανόντων ἐπιψευσάμενος», Πλούτ.) 3. πλάθω, επινοώ κάτι 4. εξαπατώ κάποιον 5. φρ. «ἐπιψεύδομαι τί… … Dictionary of Greek